στραβός

στραβός
-ή, -ό / στραβός, -ή, -όν, ΝΜΑ
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος
νεοελλ.
(για πράγμ.)
1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές»)
2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι»)
3. λοξός, αυτός που δεν βρίσκεται στην κανονική του θέση («στραβός τοίχος»)
4. μη ορθός, λαθεμένος (α. «στραβή σκέψη» β. «στραβή απόφαση»)
5. το θηλ. ως ουσ. η στραβή
(στο χαρτοπαίγνιο) είδος κοντσίνας
6. φρ. α) «παίρνω τον στραβό δρόμο»
μτφ. i) τρέπομαι προς τη διαφθορά, αρχίζω να κάνω ανήθικη ζωή
ii) (για υποθέσεις) παίρνω δυσάρεστη τροπή
β) «άνοιξε τα στραβά σου»
(υβριστικά) πρόσεχε περισσότερο, μην είσαι τόσο απρόσεκτος
γ) «κάνω τα στραβά μάτια» — προσποιούμαι ότι δεν βλέπω ή ότι δεν καταλαβαίνω
δ) «στα στραβά» — απρόσεκτα, αμελέτητα, χωρίς προετοιμασία, στα κουτουρού
ε) «στραβό κεφάλι» — δύστροπος άνθρωπος
7. παροιμ. «πήρε ο στραβός κατήφορο» — λέγεται για κάποιον που ενεργεί με μεγάλη βιασύνη και με πολλή απροσεξία.
επίρρ...
στραβά Ν
1. λοξά, όχι σε ευθεία γραμμή («χάραξα στραβά τη γραμμή»)
2. όχι σωστά, λαθεμένα (α. «έκανες στραβά τη δουλειά» β. «στραβά κατάλαβες»)
3.φρ. α) «βάζω το καπέλο μου στραβά» ή «βάζω το καπελάκι μου στραβά» — αδιαφορώ τελείως για τις κρίσεις τών άλλων, κάνω ό,τι θέλω
β) «παίρνω κάτι στραβά»
i) δεν αντιλαμβάνομαι καλά κάτι
ii) παρεξηγώ κάτι
γ) «κουτσά-στραβά» — όπως-όπως, όπως μπορούσε κανείς
δ) «κουτσά, στραβά κι ανάποδα» — λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ατυχίες ή οι κακές περιστάσεις ήταν αλλεπάλληλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- τού στρεβ-λός* (βλ. λ. στρέφω). Το επίθ. στραβός με αρχική σημ. «αυτός που πάσχει από στραβισμό, αλλήθωρος» στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά αυτόν που δεν είναι ίσιος, τον στρεβλό, τον λοξό, και μτφ. τον μη ορθό, τον λαθεμένο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. strabus, strabo.
ΠΑΡ. αρχ. στραβότης, στράβων
μσν.- νεοελλ.
στραβῶ(-ώνω)
νεοελλ.
στραβάδα, στραβάδι, στραβίζω, στραβικός.
ΣΥΝΘ. (για Α' συνθετικό βλ. λ. στραβο-). (Β' συνθετικό) αρχ. παράστραβος, υπόστραβος
νεοελλ.
απόστραβος, θεόστραβος, μισόστραβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραβός — squinting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, στρεβλός: Τα πόδια της είναι στραβά. – Κρέμασε στραβά τον πίνακα. 2. τυφλός: Στραβός βελόνα γύρευε μέσα σε αχυρώνα (παροιμ.). 3. εσφαλμένος, όχι σωστός: Πήρε στραβό δρόμο. – Το είδε στραβά από την αρχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραβά — στραβός squinting neut nom/voc/acc pl στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc/acc dual στραβά̱ , στραβός squinting fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβόν — στραβός squinting masc acc sg στραβός squinting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβαῖς — στραβός squinting fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβαί — στραβός squinting fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβοῖς — στραβός squinting masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβοί — στραβός squinting masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβούς — στραβός squinting masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβῷ — στραβός squinting masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”